- οργανόγραμμα
- (sirket vb. ) yönetim zinciri
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
οργανόγραμμα — το γραφική απεικόνιση τής δομής τής σύνθετης οργάνωσης ενός ιδρύματος ή μιας υπηρεσίας ή επιχείρησης, αλλ. οργανοδιάγραμμα ή οργανωτικό διάγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + γράμμα (< γράφω)] … Dictionary of Greek
οργανοδιάγραμμα — το βλ. οργανόγραμμα … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek